- γλάνος
- γλάνος, ο (Α)η ύαινα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλανός — ο το ψάρι γλανίδι … Dictionary of Greek
γλάνον — γλάνος hyena masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… … Dictionary of Greek
γλανίδι — το (Α γλανίς και γλάνις, η) ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος νεοελλ. γλανός*, γουλιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις… … Dictionary of Greek
ασπαλιεύς — ἀσπαλιεύς, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ.… … Dictionary of Greek
σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το … Dictionary of Greek